Thursday, August 10, 2006

[10[

Επειδή ό,τι κάνουμε τείνει σε Αυτό εκ των πραγμάτων, θέλουμε δεν θέλουμε, όσο πιο συνειδητά το θέλουμε, συναρτώντας τη δυαδικότητά μας σε σκόπιμη αλληλουχία με κατεύθυνση το πέραν αυτής τρίτο, τόσο πιο εύφορη και ευφορική γίνεται η ζωή μας. Η συνείδηση, ως η γεφυροποιός λειτουργία του λόγου, μπορεί να συσχετίσει τα ερεθίσματα μας σε μια ενιαία αντίληψη, η οποία σχετίζοντας το μέρος μας με το όλον στο οποίο εντάσσεται, να πείσει και να παρακινήσει την επιμέρους πρακτική μας να ενταχθεί ηθελημένα στο γίγνεσθαι και όχι αναγκαστικά εκ των πραγμάτων. Τείνοντας άμεσα και με τη θέληση μας προς αυτό που είμαστε αναγκασμένοι μετά να ακολουθήσουμε, κερδίζουμε χρόνο κι αυτό το χρονικό κέρδος είναι ο βιωματικός μας πλούτος.

Με το να κερδίζουμε χρόνο δεν εννοούμε κάποια ποσοτική αύξηση του χρόνου ζωής που έχουμε στη διάθεση μας (σαν να κερδίζουμε παραπάνω ώρες από τις εικοσιτέσσερις που έχει η μέρα μας), αλλά την ποιοτική εκ-πλήρωση του χρόνου μας, με τις ώρες μας να γεμίζουν από το νόημα της ζωής μας, μέσω της συνειδητοποίησης της, που μας συνδέει με το γίγνεσθαι μας. Με τη συνείδηση συμμετέχουμε στη ζωή και ο χρόνος δεν είναι κάτι που κινείται ερήμην μας. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη η συνειδητοποίηση, τόσο πλουσιότερο το βίωμα μας. Ο βιωματικός πλούτος δεν είναι κάτι εξωτερικό ή ποσοτικό· δεν βρίσκεται έξω από εμάς (σε κάποιο περιουσιακό μας στοιχείο), ούτε σε κάποιο μετά, αλλά συνίσταται στην πλήρη και συνειδητή παρουσία μας στο εδώ και τώρα· αυτό ακριβώς είναι το κέρδος του χρόνου. Η συνείδηση μάς επι-στρέφει διαρκώς στο παρόν μας, συνδέοντας μας με τον ρέοντα χρόνο του, ώστε να νιώθουμε την αναγκαιότητα του γίγνεσθαι και να συγχρονιζόμαστε εκούσια μαζί του· ειδάλλως, η ζωή σέρνεται από αυτό, σύρεται πίσω από την ανάγκη και τρέχει αγχωμένη να καλύψει τα κενά όπου καταβαραθρώνονται οι αστόχαστες και ασυνείδητες πράξεις μας ματαιώνοντας τις προσπάθειες μας.

Η ματαίωση εισάγει στη ζωή μας το κακό, ως καθαρό κενό, το οποίο αδειάζει τον χρόνο μας από κάθε νόημα προκαλώντας βιωματικά χάσματα στην ύπαρξη μας. Αν έχουμε να πούμε κάτι κατηγορηματικά εναντίον του τρόπου που συμβαίνουν τα πράγματα μεταξύ μας, είναι ότι αναπαράγουν τη ματαιότητα επιτρέποντας την παρουσία του κακού στη ζωή μας, ήτοι την παρουσία της απουσίας, γεγονός απαράδεκτο. Ας το συνειδητοποιήσουμε, για να μη ξανασυμβεί. Όταν καταστρέφεται ό,τι κάνουμε και δεν μαθαίνουμε τίποτε από αυτό, γιατί το κάνουμε καθαρά λάθος, αυτό συμβαίνει στα κενά της συνείδησης μας, διότι όταν είμαστε αποσυνδεδεμένοι από αυτήν, τη γεφυροποιό λειτουργία του λόγου μας, δεν μαθαίνουμε τίποτε από αυτό που ήδη γνωρίζουμε.

Αν δεν μεσολαβεί η συνείδηση, οι επιθυμίες μάς κατακλύζουν με ερεθίσματα ασύνδετα από τη λογική και για αυτό συχνά αντιφατικά· ενώ, η συνείδηση μπορεί να τα οργανώσει βάσει της κοινής αναφοράς τους στο τρίτο, στο οποίο στοχεύουν τελικά όλες οι επιθυμίες μας, διότι ακόμη και οι πιο εφήμερες ή ποταπές δεν αρκούνται στην πρόσκαιρη ικανοποίηση τού εγώ ως εγώ, αλλά προσβλέπουν στην ευφορία της γόνιμης συνεύρεσης τού εγώ με κάτι άλλο και του παραγωγικού συν-περάσματος αυτών των δύο προς κάτι τρίτο, ως κοινό τους έργο.

Το γίγνεσθαι μας ευφορείται όταν Αυτό μένει ανοιχτό ως ερωτηματικό επιτρέποντας όλες τις δυνατές συνδέσεις που θα μας οδηγήσουν πέρα από εμάς, στο τρίτο, το ένα και ταυτό, χωρίς να προκαταλαμβάνει τίποτε και κανέναν. Έτσι, προτρέπει τον καθένα από εμάς να κάνει τη δική του ευρηματική σύνδεση αναπτύσσοντας χωριστά την προσωπική του συνείδηση σαν ακόμη μια δυνατότητα στην κοινή μας προσπάθεια για ταυτοποίηση. Η ευφορία του ερω(τημα)τικού ανοίγματος παρακινεί τον καθένα και όλους μαζί σε ένα πλούσιο, ποικίλο και πολλαπλό ξεδίπλωμα του εγώ μας στο πέραν αυτού, στο εν, σαν το τρίτο που τα περιέχει όλα και μας εν-περιέχει.

Στο άνοιγμα μας προς κάθε δυνατότητα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι Αυτό είναι πάντα εν, ακόμη και σαν τρίτο. Δεν διαιρείται, ούτε επιμερίζεται, αφού όντας το Όλον εν-ο-ποιεί κάθε διαίρεση, ποικιλία και επιμερισμό. Γι’ αυτό δεν είναι σχετικό και υποκειμενικό κατά την κρίση καθενός, παρά συνιστά το απόλυτο Εν, μοναδικό και κοινό σε όλους, στο οποίο πρέπει να συγκλίνουν οι ατομικές μας προσπάθειες και τα πορίσματα των ερευνών μας.

Ακόμη κι αν Αυτό είναι αόριστο και άπιαστο πρέπει να παραμένει το μόνιμο ζητούμενο μας, που θα ορίζει σταθερά ό,τι δεν ξέρουμε ακόμη και θα μας προορίζει να το μάθουμε. Μόνο στο τέλος των γνώσεων μας μπορούμε να γνωρίσουμε τον προορισμό μας. Όχι πριν από αυτό, και όχι εντός της περιορισμένης γνώσης όπου μας συγκρατούν οι απαντήσεις που συγκροτούν την υφιστάμενη πραγματικότητα μας. Όντας σταθερά ανοιχτοί προς Αυτό, ως μόνιμο και σταθερό ερωτηματικό μας, μπορούμε να ξεφύγουμε από την αδράνεια της προ-απαντημένης πραγματικότητας μας και να υπερνικήσουμε τις αντιστάσεις της. Εφόσον τη διευρύνουμε τόσο ώστε να μας περιλαμβάνει, ορίζουμε τότε μιαν άλλη πραγματικότητα, την οποία θα κληθούν μετά να την υπερβούν οι επόμενοι από εμάς και την πραγματικότητα αυτών οι δικοί τους επόμενοι και ούτω καθ’ εξής, μέχρι να πραγματοποιηθεί η συνειδητή επιθυμία κάθε ανθρώπου και να μην υπάρχει το απραγματοποίητο υπόλοιπο κανενός να αμφισβητεί την ολοκληρωμένη πραγματικότητα όλων. Τότε μόνο θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε την πραγματικότητα μας ως αυτονόητη. Μέχρι τότε, το μόνο που μπορούμε και πρέπει, είναι να τη δεχόμαστε κριτικά, σαν βάση των προσπαθειών μας για την υπέρβαση της.

Η κριτική υπέρβαση της πραγματικότητάς μας σημαίνει ότι τη δεχόμαστε εν μέρει, για αυτό και την κρίνουμε, αλλά δεν την αποδεχόμαστε συνολικά, γι’ αυτό και τείνουμε στην υπέρβαση της. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ανοιχτούμε σταθερά ερω(τημα)τικά προς Αυτό, παραμερίζοντας όσες απόψεις μάς αποθαρρύνουν με τον συμβατικό ρεαλισμό τους ή μας παθητικοποιούν με τις θεολογίες και τις ιδεολογίες που μας υπόσχονται τον παράδεισο σε κάποιο επέκεινα. Η κριτική υπέρβαση της πραγματικότητας δεν υπόσχεται κάποιον παράδεισο εκτός της πραγματικότητας, ούτε παρουσιάζει την πραγματικότητα που ζούμε σαν το μόνο εφικτό παράδεισο. Αν υπάρχει κάποιος παράδεισος, με την έννοια της τέλειας και τελειωμένης συν-ύπαρξης μας, αυτός είναι αναμφισβήτητα υπαρκτός. Υπάρχει μέσα μας σαν ευχή που δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί. Πραγματοποιώντας την πραγματοποιούμαστε πραγματοποιώντας τον παράδεισο μας.

Η ευχή αντιπροσωπεύει μιαν απώτερη επιθυμία, η οποία κινείται στα όρια του πραγματικού και γι’ αυτό μπορεί να τα διευρύνει, ενώ, οι επιθυμίες που κινούνται εντός των ορίων της υφιστάμενης πραγματικότητας μας, ζητώντας ικανοποίηση μέσα στα πλαίσια τους, μάς δεσμεύουν σε αυτά· αν, όμως, τις παρακολουθήσουμε στην έσχατη συνέπεια τους, θα συναντήσουμε εκεί μιαν ευχή που μας καλεί σε υπέρβαση. Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, μπορούμε να συγκεντρώσουμε τις επιθυμίες μας στην πραγματοποίηση της ευχής στην οποία συγκλίνουν όλες τείνοντας πέραν αυτών προς κάτι το τρίτο. Η συγκέντρωση των επιθυμιών μπορεί να μας δώσει τη δύναμη να πραγματοποιήσουμε το απραγματοποίητο, ενώ, ο διασκορπισμός τους μας κρατάει δέσμιους της υφιστάμενης πραγματικότητας. Όσο ισχυρή κι αν είναι η δύναμη της βούλησης, από την οποία πηγάζουν οι επιθυμίες, χρειάζεται ένα όραμα να την προσανατολίζει και μια ευχή να την οδηγεί στη συνάντησή της με Αυτό, από όπου πηγάζει και η ίδια. Αλλιώς, είναι μια δύναμη τυφλή που προκαλεί ανταγωνισμούς και καταστροφές, όχι μόνο για τους εμπλεκόμενους, αλλά και για το περιβάλλον τους. Στην ανεξέλεγκτη δύναμη της επιβάλλονται οι περιορισμοί και τα «πρέπει», όχι όμως με μια συντηρητική ηθική που να την ευνουχίζει, αλλά με μια γόνιμη ηθική που να συντελεί στον εκούσιο έλεγχο της βούλησης και στη συνειδητή δέσμευση της σε εκείνην την επιθυμία που οδηγεί στην εκπλήρωση τής απώτερης της ευχής.

No comments: