Wednesday, August 09, 2006

[19]

Η γενική θεωρία, την οποία συγκροτεί η θεωρητική μας σκέψη συστηματοποιώντας τις πρωταρχικά γενικές της έννοιες σε πρωταρχικές κατηγορίες με λογική αλληλουχία κλιμακούμενη αναφορικά προς Αυτό, συνδέει τις επιμέρους πράξεις μας με το γενικότερο γίγνεσθαι στο οποίο εντάσσονται, ως προς το οποίο δρούνε παραγωγικά και από το οποίο αντλούν την πραγματο-ποιητική τους δύναμη. Ενταγμένες στο σύστημα της γενικής θεωρίας ή θεωρίας του γενικού, οι ξεχωριστές πράξεις μας μπορούν να συντονιστούν μεταξύ τους στη γενική παραγωγή ή παραγωγή του γενικού που προωθεί τον καθένα ξεχωριστά κι όλους μαζί στην ταυτοτική μας ολοκλήρωση, σύμφωνα με τους εγγενείς κανόνες του γίγνεσθαι μας.

Η διαφορά χρονικής φάσης ανάμεσα στη γενική θεωρία (που προηγείται) και στην πράξη (που έπεται), τροφοδοτεί την εξελικτική δυναμική του ανθρώπου λόγω της φόρτισης που προκαλεί η απόκλιση και ετερότητα τους, που τον διχάζει και θέλει να την αποφορτισθεί όσο προοδεύει ταυτοποιητικά, συγκλίνοντας θεωρία και πράξη σε ένα και ταυτό, όπως τον εντέλλει η ψυχή του οδηγώντας τον στην ηρεμία και την ησυχία, στην ενότητα και στην απλότητα. Η απλότητα δεν μπορεί να επέλθει απλουστευτικά με εξοβελισμό της γενικής θεωρίας, ώστε να μείνουμε ανενόχλητοι με σκέτη την πράξη, όπως θέλουν να απλουστεύσουν την πραγματικότητά μας μερικοί θεωρώντας την αυτονόητη, ενώ συμψηφίζει τόση δυσφορία. Η γενική θεωρία είναι «ενοχλητική» μόνο για όσους έχουν παραιτηθεί από την ολοκλήρωση τους και συγκρατούνται φοβισμένα μεταξύ τους αλληλο-καλύπτοντας τις ελλείψεις τους, τις οποίες εκμεταλλεύονται οι επιτήδειοι που επεκτείνουν το εγώ τους καταλαμβάνοντας το κενό που παρήγε η συρρίκνωση των υπολοίπων, έτσι που στο τέλος όλοι μαζί να διαμορφώνουν μια ανισόρροπη και άνιση, σταθερά ετεροβαρή και μόνιμα ελλειμματική πραγματικότητα, την οποία, προφανώς, ενοχλεί η αναφορά της ολότητας, που κάνει η γενική θεωρία, φορτίζοντας τα άτομα να φανερώσουν τις κρυμμένες δυνατότητες τους και να εκδηλώσουν τις εντάσσεις τους μέχρι να αποφορτισθούν πλήρως ταυτισμένα εν Αυτώ. Τότε μπορεί να θεωρηθεί η πραγματικότητα μας αυτονόητη και να είμαστε πραγματικά απλοί· κι όχι απλοϊκοί τώρα, προς συμφέρον των επιτήδειων.

Σε αυτή την εξελικτική μας φάση, η θεωρία ορίζει το υπέρ και το πλέον που θέλγει την πράξη στη μεγιστοποίηση της, ώστε να συναντηθεί μαζί της εκεί, στα όρια, και να ενωθεί γόνιμα με αυτήν (όπως θέλει η ψυχή μας), υπερβαίνοντας την παρούσα ελλειμματική μας πραγματικότητα και άγοντας μας ευφορικά προς την πληρότητα. Αυτό που έχουμε τώρα να μάς φορτίζει θετικά για να κινηθούμε προς την εκπλήρωση του (προ)ορισμού μας και την ταυτοποίηση μας είναι το διανοητικό μας πλεόνασμα, που συγκροτημένο σε γενική θεωρία μπορεί να συστηματοποιήσει τις πράξεις μας στην παραγωγή του ποιητικά μεγίστου δυνατού. Το πλέον υπάρχει σαν υπόσχεση στη θεωρία, το μείον υπάρχει σαν πραγματικότητα στην πράξη. Η πρώτη, ως υπερέχουσα, μπορεί να θέλξει τη δεύτερη (κι όχι το αντίθετο), ώστε να κινηθούμε προς το πολύ, προς αυτό που μας μεγιστοποιεί και όχι προς αυτό που μας μειώνει. Η θεωρία προηγείται σε αυτή μας τη φάση και αυτή πρέπει ηγείται της πράξης για να εξελιχθούμε θετικά. Αν την υποτάσσουμε στην πρακτική κάνοντας την θεραπαινίδα της πραγματικότητας, χάνουμε κάθε πλεονέκτημα της, την εξουδετερώνουμε και μην έχοντας άλλο μέσο να θεαθούμε τους κανόνες του γίγνεσθαι μας, γινόμαστε έρμαια των λαθών μας.

Η θεωρία χάνει τον εαυτό της κι εξουδετερώνεται, όταν ορίζεται προς τα πίσω, προς αυτό που δεν είναι, όπως προς την πράξη. Τον βρίσκει μόνο όταν αναφέρεται στο καθαρό της είναι, το είναι του είναι της, από το οποίο αντλεί το χαρακτηριστικό της πλεόνασμα, αυτό που της δίνει την ξεχωριστή της υπόσταση. Η καθαρότητα τού είναι της βρίσκεται εν τω γίγνεσθαι της, που την άγει πέρα από κάθε της δεδομένο στα όρια της, εκεί όπου (προ)ορίζεται να ενωθεί με το πέραν αυτής, το α-θεώρητο απόλυτο Αυτού, που τη θέλγει ερω(τημα)τικά να ξεπεράσει τον εαυτό της και κάθε αυταρέσκεια της για να συνουσιαστεί τον ανείπωτο Λόγο του. Με τη συν-ουσιαστική κλιμάκωση προς τα όρια της και την ολοκλήρωση του ορισμού της επέρχεται η κατάνυξη, στην οποία αποσκοπεί η θεωρία. Μόνο με την τελείωση του θεωρητικού λόγου έρχεται η ποθητή σιωπή, όχι πριν και όχι αποσιωπώντας τον.

Η ησυχία, η ηρεμία και η απλότητα έρχονται με τη συστηματική γενίκευση της θεωρητικής σκέψης, αφού αυτή ξεπεράσει το εγώ της αναφερόμενη σε Αυτό που την ξεπερνά και την καθορίζει. Το πλεόνασμα της θεωρητικής μας σκέψης, ως σκέψης που δεν χωράει μες τα πράγματα, δεν αρκείται σε αυτά και θέλει να θεωρήσει πέραν αυτών το πριν ή το μετά τους, δεν θα μας αφήσει ήσυχους αν δεν το διαθέσουμε πλήρως και σύμφωνα με τις εγγενείς οδηγίες του προς την κατεύθυνση που πρέπει να διατεθεί, δηλαδή στην εννόηση του Όλου. Εφόσον η θεωρητική μας δύναμη ξεδιπλωθεί προς το Όλον, φανερώνοντας όλες τις δυνατότητες της να το εννοήσει, και δεν συμπυκνώνει μέσα της τίποτε αφανέρωτο που να τη σκοτεινιάζει και να τη θολώνει, τότε, η γενική θεωρία που συγκροτεί, μπορεί να θεωρηθεί διαυγής και απλή, άγοντας μας στην ηρεμία και την απλότητα. Η υπόσχεση της ηρεμίας που βρίσκεται πίσω από την υπόσχεση της θεωρίας, έλκει την πράξη να την ακολουθήσει στον δρόμο που ανοίγει με την πλήρη διάθεση του θεωρητικού πλεονάσματος της στην εννόηση του γίγνεσθαι ως Είναι, στη σύλληψη του ασύλληπτου Αυτού και στη γνώση του άγνωστου Λόγου του. Ανάλογα, η πράξη ορίζεται καθαρά και πλεονασματικά όχι ως προς αυτό που δεν είναι, σαν αντίθετη, ας πούμε, της απραξίας (με την οποία έχουν μπερδέψει κάποιοι τη θεωρία), αλλά ως προς το πέραν αυτής, με το οποίο τείνει να ενωθεί για να ολοκληρώσει τον πραγματο-ποιητικό (προ)ορισμό της, δηλαδή ως προς αυτό που τη ξεπερνά και την καθορίζει, δηλαδή την θεωρία.

Η γενική θεωρία εντείνει τη γνώση να γενικευτεί πέραν του ήδη γνωστού, για να βρει το σωστό χωρίς να βασίζεται στο λάθος κι έτσι να ανοίξει ασφαλή δρόμο στη πράξη. Αυτό το άνοιγμα η θεωρία δεν μπορεί να το επιτύχει αν δεν αναμετριέται με το αδύνατο αναγόμενη στην εννόηση του Όλου μέσω των εννοιών που αναφέρονται άμεσα σε Αυτό (όπως, τελειότητα, πληρότητα, ταυτότητα, κλπ.). Χωρίς τις καθαρά αναφορικές έννοιες στο σύστημα της, η θεωρία δεν μπορεί να αναχθεί πέραν του εγώ της στο α-θεώρητο Αυτό και να γενικευθεί στην εννόηση του Γένους μας, ώστε να συντονίσει τις επιμέρους μας πράξεις στον γενικό ρυθμό του γίγνεσθαι μας.

Ο τονισμός της ηγετικής σημασίας της γενικής θεωρίας βγαίνει από την ανάγκη συντονισμού μας με το γενικότερο γίγνεσθαι, την οποία αυτή εξυπηρετεί, αρκεί να μην μένει κλειστή στον εαυτό της (με τον ακαδημαϊσμό), ούτε να ορίζεται προς ό,τι δεν είναι (με τον πραγματισμό), αλλά να αναφέρεται άμεσα σε Αυτό που τη ξεπερνά και τη καθορίζει. Ο ρόλος της γενικής θεωρίας είναι καθαρά ηγετικός, εφόσον αυτή άπτεται μόνο θεμάτων ηγεσίας και δεν ασχολείται με όλα που μας απασχολούν, ώστε να γίνεται ολοκληρωτική. Το δικό της αντικείμενο είναι το όλον, όχι τα όλα. Η ειδικότητα της είναι το γενικό και ως καθαρά γενική δεν ενδιαφέρεται να τα πει όλα συμπεριλαμβάνοντας το παραμικρό στο σύστημα της, αλλά να βρει τους γενικούς κανόνες στους οποίους υπακούουν όλα για να είναι και να γίνονται κάτι, ώστε ανάλογα να ρυθμίσουμε τις πράξεις μας. Για να μπορέσει να διακρίνει αυτούς τους κανόνες, όχι μόνο δεν πρέπει να απασχολείται με κάθε τι, αλλά πρέπει να αφαιρεί από κάθε τι τη μερική ειδικότητα του αναδεικνύοντας τη γενικότητα του.

Κινούμενη αφαιρετικά η θεωρητική σκέψη μπορεί να συνθέσει τη γενική θεωρία που χρειαζόμαστε, ώστε περνώντας μετά από την αφαιρετική της σκέψη στη συνθετική και ακολούθως στην πρακτική να βρούμε τη σύνδεση των γενικών κανόνων του γίγνεσθαι με τη (ει)δική μας πραγματικότητα και να νομοθετήσουμε αναλόγως. Αντιστρόφως ανάλογα, οι ειδικές γνώσεις που μας παρέχει η επιμέρους σκέψη (η αναλυτική των πραγμάτων και η συνθετική της επιβεβαίωσης των συμπερασμάτων της αναλυτικής), όπως και η εμπειρία από την πρακτική εφαρμογή της θεωρίας, προωθούν την γενική θεωρία διπλά. Από τη μία, την ωθούν σε γενικότερα συμπεράσματα, αφού της παρέχουν επιπλέον πληροφορίες να γενικεύσει. Από την άλλη, τη διασφαλίζουν από ατοπήματα διορθώνοντας τα λάθη των γενικεύσεων της, όταν οι αφαιρετικές διαπιστώσεις της δεν ταιριάζουν με τις συγκεκριμένες παρατηρήσεις της σκέψης. Όσα περισσότερα ξέρουμε για τον συγκεκριμένο τρόπο που υπάρχουν τα πράγματα, τόσο σωστότερα μπορούμε να γενικεύουμε. Όσο περισσότερο μπορούμε να γενικεύουμε γενικεύοντας όλο και περισσότερες παρατηρήσεις μας, τόσο πιο κοντά είμαστε στο να συγκεκριμενοποιήσουμε τους γενικούς κανόνες του γίγνεσθαι μας, άρα να προσεγγίσουμε τον τρόπο Αυτού, με τον οποίο να συμμορφωθούμε.

Η αφαιρετική δύναμη της θεωρητικής σκέψης, με το εννοιολογικό της δυναμικό, εξουδετερώνεται όταν Αυτό εκλαμβάνεται ως ήδη γνωστό και συγκεκριμένο (με τη μορφή κάποιας θεότητας ή κάποιου θεωρητικού δόγματος), οπότε ακυρώνεται και κάθε λόγος περαιτέρω αφαίρεσης για να προσεγγιστεί. Όταν η νόηση μας καθηλώνεται σε γονυκλισίες γενικοποιημένων μερικοτήτων, όχι μόνο δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος του γίγνεσθαι και να συλλάβει το γενικό ως γενικό, αλλά αδυνατεί να γενικεύσει στοιχειωδώς και το μερικό, το οποίο αναπτύσσεται μετά ανεξέλεγκτα συσσωρεύοντας αποσπασματικές γνώσεις, οι οποίες πολλαπλασιάζουν τόσο επικίνδυνα την αποσπασματικότητά μας, ώστε μέσα στο χάσμα που ανοίγει ανάμεσα σε εμάς και το γενικό να κινδυνεύουν να παρασυρθούν και οι ίδιες οι ειδικές γνώσεις. Ο κίνδυνος του σκοταδισμού που κρύβεται πίσω από κάθε ονομασία δήθεν αποκαλυπτική Αυτού, δεν απειλεί μόνο τη γενική θεωρία, αλλά και κάθε είδους γνώση, που ως γνώση έχει κατακτηθεί από το θάρρος του ανθρώπου να δει το άγνωστο καθαρά, με μόνο μέσο την έλλογη σκέψη του.

No comments: