Monday, August 07, 2006

[33]

Ανεξάρτητα από τις προτεραιότητες που μπορεί να τίθενται σε κάθε εποχή μας για να ισορροπήσει δυναμικά προκρίνοντας τη μια ή την άλλη από τις μορφοποιητικές συνιστώσες μας, η πραγματο-ποίηση μας, γενικά, έχει να λύσει κυρίως θέματα ποιοτήτων κι όχι ποσοτήτων, θέματα που άπτονται του ερωτήματος ποιοι είμαστε και όχι πόσοι. Ο ποιοτικός προσδιορισμός μας είναι το ανοιχτό θέμα, αφού όλα δείχνουν ότι η ανα τις εποχές πραγματικότητα μας δεν έχει απαντήσει ικανοποιητικά στο ερώτημα ποιοί είμαστε. Η ελλιπής ικανο-ποίηση μας αφορά τον τρόπο της ύπαρξης μας, παρά τις όποιες ποσοτικές διαστάσεις της (σωματικές, πληθυσμιακές ή υλικές). Ο ποσοτικός προσδιορισμός δεν είναι κάτι ανοιχτό, αφού αφορά ό,τι έχει ήδη συμβεί και είναι ήδη κάτι, που ως κάτι έχει διαστάσεις και καταλαμβάνει χώρο.

Η ποιότητα άπτεται του χρόνου, για αυτό είναι ανοιχτή στο γίγνεσθαι. Η ποσότητα ανήκει στον χώρο, διότι σε θέματα ποσοτήτων ότι έγινε έγινε κι αυτό είναι· είναι εκεί και έχει κάποιες διαστάσεις. Με αυτήν την έννοια, η ποσότητα αποτελεί παρελθόν και είναι μέρος της παράδοσης μας, μιας και έχει να κάνει με μια παρα-δε-δομένη κατάσταση της ύλης, για την οποία δεν έχουμε να κάνουμε και πολλά πέραν να τη μετρήσουμε και να την αναλύσουμε. Από την ανάλυση ποσοτήτων μπορεί να μαθαίνουμε αρκετά, αλλά δεν είναι ικανο-ποιητικά αν δεν παίζουν ρόλο στη σύνθεση της ποιοτικής γνώσης, που απαντά στο ερώτημα «ποίος ο άνθρωπος».

[Από το «Ποίος» βγαίνει το «Ποιώ» (στα ελληνικά), ενώ από το «πόσος» δεν βγαίνει κάποιο ρήμα, τίποτε που να κάνει κάτι. Η ποσότητα δεν μας πηγαίνει κάπου και δεν μας οδηγεί πουθενά χωρίς τη ρηματική αγωγή που έχει η Ποίηση, η Ποιότητα και όλα τα Ποιητικά παράγωγα του ε-ρω-τήματος ποί-ον το γέ-νος μου. Αυτές οι ομάδες λέξεων περί των «ρω», «ποι» και «γε» αναπτύσσουν εκ-λεκτικές συγγένειες και συμμαχίες που ενισχύουν τη γλώσσα (την ελληνική, εδώ) στην απόπειρα της να ερμηνεύσει την πραγματικότητα χωρίς να φοβάται τη συντριβή της από την ποσότητα και τη δύναμη της αδράνειας της.]

Η ποσότητα σχετίζεται με την υλική μας υπόσταση και η σχέση μας μαζί της πρέπει να είναι ανάλογη με αυτήν που έχουμε με την ύλη. Όπως η ύλη, έτσι και η ποσότητα είναι ένα αναμφισβήτητο δεδομένο που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη, όχι όμως και να προσβλέπουμε σε αυτό. Αν και αποτελεί το στοιχειώδες πρόπλασμα των μορφών και συνιστά το απαραίτητο στήριγμα τους στον χώρο, δεν είναι αυτό που τις ανορθώνει από το τίποτε. Αυτό που ποιεί τις μορφές είναι η δύναμη της ποιητικότητας. Η ποσότητα ως υλική διάσταση των μορφών είναι παράγωγο της ποιητικότητας. Γι’ αυτό, δεν μπορεί να αποτελεί επιδίωξη μας, αφού πολύ απλά ορίζει ένα παράγωγο κι όχι αυτό που μας άγει. Αν επιδιώκουμε κάτι που ήδη υπάρχει και αποτελεί συμβάν στον χώρο, είναι σαν να θέλουμε να στρέψουμε τον χρόνο προς τα πίσω, προς το παρελθόν κι έτσι να τον παγώσουμε σε ένα ακίνητο παρόν. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι πολιτισμοί έθεσαν ποσοτικούς στόχους, δεν προσέφεραν τίποτε άλλο από καθυστέρηση στην εξέλιξη του ανθρώπου.

Ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι ποιοτικός για να ποιεί ποσότητες δίνοντας υλική υπόσταση σε νέες μορφές. Αν είναι ποσοτικός, όχι μόνο δεν μπορεί να ποιήσει τίποτε ποιοτικό, αλλά εγκλωβίζει την ποιητικότητα σε ένα στάσιμο-πληθωρισμό ποσοτήτων που δεν προσθέτουν τίποτε καινούργιο· απλά, γεμίζουν ασφυκτικά τον χώρο με πανόμοια στερεότυπα που πνίγουν τη φαντασία ώστε ο νους να παραδίδεται άνευ όρων στην αδιέξοδη ομοιομορφία τους και να παραιτείται από οποιαδήποτε ποιητικότητα θεωρώντας την αδιανόητη. Η ισοπέδωση του νου επιτρέπει την αμαχητί παγκόσμια εξάπλωση της ομογενοποίησης, που θα εξαφανίσει κάθε τι διαφορετικό, άρα και την ατομικότητα του καθένα που συγκατένευσε σε αυτήν, παραιτούμενος από την ποιητικότητα του.
Ο απεγκλωβισμός μας από μια πραγματικότητα που γίνεται όλο και πιο ασφυκτική λόγω της εμμονής της στην ύλη και στην ποσότητα, δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν προσφύγουμε γενναία στην ποιότητα σαν κάτι το ρευστό και απροσδιόριστο ακόμη, που μέλει να προσδιοριστεί όταν και αφού πραγματοποιηθεί απαντώντας στο ποίοι είμαστε. Ως προς το παρόν, η ερωτηματική ποιητικότητα είναι η μόνη απάντηση στο ποιοτικό μας ζητούμενο, ενώ δεν απαντάει σε τίποτε η φοβισμένη προσφυγή μας σε ότι είναι ήδη απαντημένο, προσδιορισμένο και μετρήσιμο. Η εισαγωγή της ρευστότητας, της απροσδιοριστίας, της ασάφειας και του απροσμέτρητου στο παρόν μας, το αναδεικνύει σε δημιουργικό πέρασμα του χρόνου προς τον χώρο, της ενέργειας προς το έργο και της δύναμης προς τη δυνατότητα της.

Το ρέον παρόν λειτουργεί ως μετασχηματιστής ποιοτήτων σε ποσότητες και παράγει πλούτο εφόσον το τροφοδοτούμε με μέλλον, ως τον απροσδιόριστο, ασαφή, ρευστό και χωρίς ποσοτικό περιεχόμενο ακόμη χρόνο. Ο χρόνος περνώντας μέσα από το ρέον παρόν αποκτά περιεχόμενο και γίνεται μνήμη, πιάνει χώρο και γίνεται παρελθόν, ενώ, όταν θέλουμε να τον προκαταλάβουμε προσδιορίζοντας τον εκ των προτέρων, πριν ακόμη έρθει, δεν γίνεται τίποτε. Η υστερική επιδίωξη ενός εκ των προτέρων προσδιορισμένου αποτελέσματος καθιστά το παρόν άγονο στεγνώνοντας τον χρόνο από τη γόνιμη ρευστότητα του, αφού τον αντιμετωπίζει ποσοτικά σαν να έχει ήδη πιάσει χώρο και να έχει γίνει κι όλας παρελθόν, ενώ δεν έχει έλθει ποτέ σαν μέλλον. Αν, λοιπόν, τονίζουμε ως κρίσιμες τις ποιότητες της ρηματικότητας και της ρευστότητας του χρόνου, δεν είναι γιατί αγνοούμε τη σημασία του χώρου, αλλά γιατί αγωνιούμε για τον κίνδυνο (απο)στείρωσης του.

Η απελευθέρωση από περιεχόμενο κάποιου τινός που δεν έχει από μόνο του το περιεχόμενο που εμείς του δίνουμε, όπως του χρόνου ή ενός παιδιού (ως μιας αναδυόμενης εν τω χρόνω νέας μορφής, που την προκαταλαμβάνουμε με δικά μας σχήματα), ή ενός φυσικού πλάσματος (όπως ενός φυτού, ενός βουνού ή ενός ζώου, που τα χαρακτηρίζουμε ώστε να τα ιδιοποιηθούμε), απελευθερώνει και εμάς, διότι εμείς ζώντας σε συνάρτηση με όλα αυτά, όταν τα προκαταλαμβάνουμε εμποδίζουμε και εμάς τους ίδιους να βρούμε τον αληθινό μας εαυτό, πέρα από το περιεχόμενο που του έχει δοθεί από άλλους.

Ο χρόνος, το παιδί, το δένδρο, το βουνό και το ζώο, πάντα θα μας διαφεύγουν στην ουσία τους, όσο μιλάμε για αυτά νομίζοντας ότι τα κατέχουμε ονομάζοντας τα. Αν δεν δεχτούμε το ρέον κι απροσδιόριστο συστατικό των πραγμάτων γύρω μας, αυτά θα μας ξεγλιστράνε και εμείς θα ζούμε με φαντάσματα νομίζοντας ότι αγκαλιάζουμε σώματα. Αποδεχόμενοι τη ρευστότητα του κόσμου μας και εμάς των ίδιων εντός αυτού, μετέχουμε της άφατης ουσίας Αυτού, που είναι η αιτία αυτού του κόσμου και συνάμα το αποτέλεσμα του. Ανάλογα, αναγνωρίζοντας Αυτό ως άφατο κι απελευθερώνοντάς το πλήρως από κάθε προσδιορισμένο περιεχόμενο που του έχει δοθεί, συνευρισκόμαστε πραγματικά με τον κόσμο στο βαθμό που αυτός έχει αποκτήσει περιεχόμενο εξ Αυτού και εν Αυτώ κι όχι στο βαθμό που εμείς αυθαίρετα του αποδίδουμε. Δεχόμενοι την ύπαρξη της ασάφειας και αποδίδοντας το απόλυτο της σε Αυτό, στο οποίο ανήκει και κάθε απόλυτο, μπορούμε να αποσαφηνίσουμε και κάθε τι σχετικό διακρίνοντας σε ποιο βαθμό είναι σαφές και προσδιορισμένο και σε ποιο όχι.

No comments: