Tuesday, August 08, 2006

[25]

Όπως το ακατανόητο αίρεται με την κατανόηση, έτσι και ο αδικαιολόγητος φόβος διαλύεται με την ερμηνεία του. Ενώ, ο αντικειμενικός φόβος απομακρύνεται με τη γνώση των αντικειμένων και την επιστημονική προσπέλαση του αγνώστου. Σε αυτή τη περίπτωση, βέβαια, το άγνωστο εκτείνεται στο διηνεκές που πάντα θα μας διαφεύγει. Η επιστήμη μπορεί να άρει τον φόβο του πεπερασμένου που μπορεί να εγνωστεί, αλλά όχι αυτόν του απείρου που θα παραμένει πάντα ασύλληπτο. Όμως, με την αποδοχή του άγνωστου Απείρου και την πίστη στον ασύλληπτο Λόγο Αυτού, ο φόβος αίρεται σε δέος, που αντί να αναστέλλει τη νόηση μας τής δείχνει το μέτρο των δυνατοτήτων της. Αξιοποιώντας αυτές τις δυνατότητες μπορούμε να ερμηνεύσουμε τον αφύσικο φόβο και την ανόητη ακατ-ανοησία μας.

Η ερμηνεία είναι μια λογική διαδικασία κλιμακούμενων συνδέσεων και αναγωγών, όπου το υπό ερμηνεία φαινόμενο συνδέεται με την απώτατη αιτία του και ανάγεται στον ύστατο σκοπό του· αυτές οι δύο προσεγγίσεις του, προς το πριν και το μετά του, συγκλίνουν κυκλικά στον πλήρη ορισμό του λόγου της ύπαρξης του, που μας άγει στο Λόγο όλων, σε Αυτό από το οποίο πηγάζει το κάθε τι και στο οποίο επιστρέφει εκπληρώνοντας τον προ-ορισμό του. Συλλαμβάνοντας κυκλικά το γενικό στο οποίο εντάσσεται το ειδικό υπο ερμηνεία φαινόμενο, βρίσκουμε τους γενικούς κανόνες στους οποίους υπακούει κάθε επιμέρους που εκδηλώνεται στην ανάλογη γενική συνθήκη. Συστηματοποιώντας αυτούς τους κανόνες σε μια γενική θεωρία μπορούμε να ερμηνεύσουμε κατ’ αναλογία όλα τα σχετικά φαινόμενα, ώστε κατανοώντας τα να μη μας φοβίζουν αδικαιολόγητα και προβλέποντας τα να αποφεύγουμε τους κινδύνους που κρύβουν ή να κερδίζουμε από τον έγκαιρο συγχρονισμός μας με τον γόνιμο κύκλο τους εισπράττοντας όσα μπορεί να μας προσφέρει φυσιολογικά.

Όταν ο φόβος ερμηνεύεται συστηματικά, αναγκάζεται να αποκαλύψει ένα προς ένα όλα τα πέπλα του, μέχρι να φανερώσει πάνω σε τι πραγματικά εδράζεται. Αν αυτό που τον στηρίζει στη βάση του είναι η απειλή του θανάτου, τότε εγείρεται το ερώτημα ποια ακριβώς είναι η ζωή, την οποία φοβόμαστε να χάσουμε. Αυτό θέτει το εγώ ενώπιον του προσδιορισμού της ύπαρξης του και αυτό το οδηγεί στο πέραν αυτού, αφού το εγώ δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί εκτός Αυτού. Το ερώτημα τότε γίνεται· εφόσον εγώ δεν είμαι ακριβώς εγώ, τότε γιατί φοβάμαι να χαθώ ως εγώ και τι νόημα έχει να υπερασπιστώ την επιβίωση μου αν υποχωρήσω από φόβο και καταστείλω την επιθυμία που με άγει προοπτικά σε Αυτό που τελικά και οριστικά είμαι;!

Αφού Αυτό, ως προς το οποίο είμαι, είναι ένα ανοιχτό ερώτημα, δεν μπορεί να με ακινητοποιεί ο φόβος, διότι δεν μπορεί να απειλήσει αντικειμενικά κάτι το οποίο του διαφεύγει συνεχώς, εκτός αν είναι και ο ίδιος αντικειμενικός, οπότε μπορεί να απομακρυνθεί με τη γνώση του αντι-κείμενου που με φοβίζει. Αν είναι εκφοβισμός, τότε δεν μπορεί να σταθεί αντικειμενικά, παρά μόνο αν ο εκφοβισμένος φοβηθεί πραγματικά παρερμηνεύοντας το εγώ για δικό του, που απειλείται από άλλα ξένα εγώ. Αν όμως δεν φοβάται, γιατί δεν έχει να χάσει κάτι που ξέρει ότι δεν του ανήκει (το εγώ του), όπως δεν ανήκει και στους άλλους (το εγώ τους), τότε ο εκφοβισμός χάνοντας το αντικείμενο του χάνει και τον φοβερό του χαρακτήρα. Αυτό που δίνει υπόσταση στον ανυπόστατο φόβο είναι αυτός που τον δέχεται ως φόβο ενώ δεν είναι, όπως και ο εαυτός του δεν είναι αυτό που ο αυτός νομίζει.

Το να ανάγουμε αυτό που φαινομενικά είναι κάτι σε αυτό που όντως είναι, αποτελεί ερμηνεία και συντελεί στον ξε-φοβισμό μας. Η συστηματική θεώρηση του Είναι και η συστηματοποίηση της γενικής θεωρίας του ως προς Αυτό, όπου το Είναι είναι γίγνεσθαι, δίνει το ερμηνευτικό πλαίσιο κάθε επιμέρους φαινομένου συνδέοντας το με τον γενικό ορίζοντα στον οποίο εντάσσεται και ως προς τον οποίο ορίζεται. Με αυτήν την προοπτική του, το αποφορτίζει από εντάσσεις που δεν του ανήκουν ολοκληρωτικά, αλλά μοιράζονται ανάμεσα σε αυτό και το όλον, ως προς το οποίο ολοκληρώνεται. Η γενική θεωρία δείχνοντας τη λειτουργική συνάρτηση κάθε επιμέρους πράγματος με τον πέραν αυτού ορίζοντα του, το βγάζει από τον ασφυκτικό ονομαστικό προσδιορισμό του, που συμπυκνώνει νοήματα που αυτό δεν έχει, και εντάσσοντας το στη ρηματικότητα του γίγνεσθαι, το αποφορτίζει από απειλές ή αγωνίες θανάτου που δεν του ανήκουν.

Τα πράγματα από μόνα τους δεν ορίζονται, (αφού, δεν είναι αυθύπαρκτα), και για αυτό δεν μπορούν να ονομαστούν με κατηγορηματικούς προσδιορισμούς που τα περιορίζουν σε κάποιο είναι που αυτά δεν είναι. Αν το κάνουμε αυτό, τότε τα πράγματα απομονωμένα και «στριμωγμένα» στο περιθώριο, εκτός του ρηματικού γίγνεσθαι, μοιάζουν αδιέξοδα και γι’ αυτό απειλητικά. Η ερμηνεία, που γίνεται βάσει ρηματικών συνδέσεων, αίρει το αδιέξοδο των πραγμάτων και της σχέσης μας μαζί τους, άρα και με τον εαυτό μας, ως αντικείμενου της ερμηνείας μας. Συνειδητοποιώντας τις ρηματικές σχέσεις που μας καθορίζουν και ερμηνεύοντας τόσο τον εαυτό μας, όσο και τους άλλους, μέσα από αυτές, απελευθερώνουμε το εγώ μας από κατηγορηματικότητες που το επιβαρύνουν με άγχη ξένα, όπως απαλλάσσουμε και το εγώ των άλλων από μια εχθρικότητα που δεν είναι κατηγορηματικά δική του.

Η οικειότητα που αποφέρει η ερμηνεία αποκαθιστώντας τη σύνδεση με ό,τι μάς είναι πραγματικά οικείο (φανερώνοντας, συνάμα, ό,τι μάς είναι πραγματικά ξένο), απεγκλωβίζει την ενέργεια από τον αδικαιολόγητο μεταξύ μας φόβο και αυξάνει τη ροή της προκαλώντας μας ευφορία και ιλαρότητα, απελευθερώνοντας τις επιθυμίες μας, ενθαρρύνοντας μας στην αναγωγή τους στο απόλυτο και συν-ουσιάζοντας μας μες τη γονιμότητα της καλοσύνης και της γενναιοδωρίας. Επιπλέον, η ιλαρότητα μπορεί να άρει δραστικά τον ανόητο φόβο διακωμωδώντας την εκφοβιστική του σοβαροφάνεια και περιγελώντας όσους την μετέρχονται.

Η αποκάλυψη των σωστών συνδέσεων που ερμηνεύουν τα φαινόμενα, πέραν των αισθημάτων ανάτασης που προκαλεί και της ενέργειας που απελευθερώνει, υποδεικνύει συνάμα πού να διοχετευθεί το πλεόνασμα της απελευθερωμένης ενέργειας για να καρποφορήσει και να μην υποπέσει σε λάθη της εκφοβισμένης κρίσης, που το ματαιώνουν. Όσο μεγαλύτερο είναι το ερμηνευτικό εύρος ενός φαινομένου, που το συνδέει συστηματικά με τις απώτερες αιτίες του προς τα πίσω και με τον αναφορικό του ορίζοντα προς τα μπρος, τόσο ελαχιστοποιείται η πιθανότητα του ερμηνευτικού του λάθους και μεγιστοποιείται η δυνατότητα της σωστής πρόβλεψης του. Προβλέποντας τα πράγματα όσο γίνεται σωστά, ενταγμένα συστηματικά μέσα στην ευρεία προοπτική τους, κινούμαστε στο άγνωστο ενθαρρυμένοι και μόνο από το γεγονός της πρόβλεψης. Όταν δεν υπάρχει πρόβλεψη και όλα γύρω μας μοιάζουν σκοτεινά και ακατανόητα, τότε δεν τολμούμε να κινηθούμε, αλλά περιχαρακωνόμαστε φοβισμένοι.

No comments: